- ἀποσβεσθῇ
- ἀποσβέννυμιextinguishaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρσοφόρος — ον, ΜΑ 1. Ο πυρφόρος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυρσοφόρος (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῡ πρώτου βωμοῡ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + φόρος (<… … Dictionary of Greek